- πεδητας
- πεδητάς-οῦ adj. m дор. = πεδητής См. πεδητης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεδητάς — πεδητά̱ς , πεδητής one who fetters masc acc pl πεδητά̱ς , πεδητής one who fetters masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδήτας — πεδήτᾱς , πεδήτης one fettered masc acc pl πεδήτᾱς , πεδήτης one fettered masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδητής — και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α [πεδῶ] 1. αυτός που δεσμεύει κάποιον, δεσμευτής 2. μτφ. αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον … Dictionary of Greek